- χριστουγεννιάτικος
- [христу генньатикос] εκ. рождественский.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χριστουγεννιάτικος — η, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Χριστούγεννα ή αυτός που γίνεται στη διάρκεια τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο δένδρο»). επίρρ... χριστουγεννιάτικα Ν την ημέρα τών… … Dictionary of Greek
χριστουγεννιάτικος — η, ο επίρρ. α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Χριστούγεννα, αυτός που γίνεται στις ημέρες των Χριστουγέννων: Αυτά είναι χριστουγεννιάτικα δώρα. – Μας ήρθε χριστουγεννιάτικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στολισμός — Καλλωπισμός, στόλισμα, χρήση κοσμημάτων και στολιδιών. Ο σ. του σώματος έχει τις ρίζες του στα πανάρχαια χρόνια. Οι άνθρωποι τότε συνήθιζαν v’ αλείφουν το σώμα τους με ώχρα, καρβουνόσκονη, ασβέστη, και φυτικά χρώματα, όπως κάνουν και τώρα όσες… … Dictionary of Greek
Μπάρτον, Τιμ — (Tim Burton, Λος Αντζελες 1958 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος, σχεδιαστής και παραγωγός του κινηματογράφου. Συγκαταλέγεται στους ταλαντούχους δημιουργούς της νεότερης γενιάς που συνηθίζει να μπλέκει τα παραμύθια, τις φανταστικές… … Dictionary of Greek